βραχιονιστήρ

Revision as of 17:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A armlet, Plu.Rom.17, Tz.H.13.48.

German (Pape)

[Seite 461] ῆρος, ὁ, Armband, Plut. Rom. 17.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχῑονιστήρ: ῆρος, ὁ, ψέλλιον, Λατ. torques, Πλουτ. Ρωμ. 17.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
bracelet.
Étymologie: βραχίων.
Syn. ἀμφιδέαι, κρίκος, περιβραχιόνιον, περίχειρον, σφιγγίον, ψέλιον.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
brazal χρυσοί de los llevados por los sabinos, Plu.Rom.17, cf. Tz.Ep.97, H.3.705, 13.42.

Greek Monotonic

βρᾰχῑονιστήρ: -ῆρος, ὁ, περιβραχιόνιο, κοντό μανίκι, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰχῑονιστήρ: ῆρος ὁ браслет Plut.