βραχίων
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
English (LSJ)
1 [ῑ], ονος, ὁ, arm (opp. πῆχυς, Pl.Ti.75a, but = πῆχυς, Arist.MA698b2), Il.13.529, Hdt.5.12, X.Eq.12.5, Arist.HA493b26, etc.; πρυμνὸς βραχίων the shoulder, Il.13.532, 16.323; also, shoulder of beasts, ib.594b13:—Poet. as a symbol of strength, ἐκ βραχιόνων = by force of arm, E.Supp.478.
2 [Ion. ῐ, Att. ῑ], βραχίων (shorter), βράχιστος (shortest), Comp. and Sup. of βραχύς.
Spanish (DGE)
(βρᾰχίων) -ονος, ὁ
• Prosodia: [-ῑ-]
I 1brazo en su totalidad δουρὶ βραχίονα τύψεν Il.13.529, ἐξέρυξε πρυμνοῖο βραχίονος ἔγχος Il.13.532, cf. 16.323, Hippon.129c, A.Supp.747, τὴν ἀδελφεὴν ... ἐκ τοῦ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσαν Hdt.5.12, βραχίονας περιτάμνονται Hdt.4.71, σφριγῶντ' ἀμείψῃ μῦθον ἐκ βραχιόνων E.Supp.478, τὸν βραχίονα στίζει Call.Fr.203.56, μέχρι βραχιόνων X.Eph.1.2.6, βραχίονος φλεβοτομία Gal.17(2).67, β. ἀριστερός Hp.Epid.1.26.13, PAmh.112.8 (II d.C.), PRyl.179.6 (II d.C.), Vett.Val.9.20, PLond.113.11b.2 (VI/VII d.C.), σκαιός β. Call.Fr.534, β. δεξιός Hp.Aër.17, PSI 1057.6 (I d.C.)
•fig. vigor del brazo νέοι βραχίοσιν E.Supp.738
•bíblico ref. al poder de Dios ἐν βραχίονι ὑψηλῷ LXX Ex.6.1, ὤμοσεν κύριος κατὰ τοῦ βραχίονος αὐτοῦ LXX Ie.28.14, de Jerusalén ἔνδυσαι τὴν ἰσχὺν τοῦ βραχίονος σοῦ LXX Is.51.9, cf. 44.12, Thd.Is.51.5, θεοῦ β. Nonn.Par.Eu.Io.12.38.
2 de animales pata delantera, brazuelo Arist.HA 594b13.
II op. πῆχυς
1 parte superior del brazo τὰ τῶν βραχιόνων ὀστᾶ καὶ τὰ τῶν πήχεων Pl.Ti.75a, τόν τε γὰρ ὦμον σκεπάζει καὶ τὸν βραχίονα καὶ τὸν πῆχυν X.Eq.12.5, ἠρεμεῖ ... τοῦ βραχίονος κινουμένου τὸ ὠλέκρανον Arist.MA 698b2.
2 anat. húmero ἄρθρον τοῦ βραχίονος articulación del húmero Hp.Fract.37, τοῦ βραχίονος τὸ γιγγλυμοειδές la forma de bisagra del húmero Hp.Fract.2, τὸ τοῦ βραχίονος ἐξέχον Hp.Fract.42, τοῦ βραχίονος κεφαλή cabeza del húmero Hp.Fract.3, τὸ κοῖλον τοῦ βραχίονος la cavidad del húmero Hp.Fract.41.
III op. ὦμος antebrazo γυμνοὶ ἐπλάζοντο βραχίονες εὔνιδες ὤμων Emp.B 57.2, κεκαυμένους τούς τε ὤμους καὶ τοὺς βραχίονας Hp.Aër.20.
IV βραχιόνα· τὸν τράχηλον Hsch.
• Etimología: Tradicionalmente, desde Poll.2.138, se admite que es el compar. de βραχύς q.u. Pero quizá habría que ver en el elemento -ῑον- un suf. que se encuentra en palabras como κυλλοποδίων, Ὑπερίων y que procede de -ῑ-Ϝον-.
German (Pape)
[Seite 461] ονος, ὁ, der Arm, Hom. Iliad. 12, 389. 13, 529. 16, 510 Odyss. 18, 69; πρυμνὸς βραχίων, der Teil des Arms, welcher der Schulter zunächst ist, Iliad. 16, 323. 13, 532; – Eur. Hec. 15; Plat. Tim. 75 a; – auch von Tieren, = die Schulter, Ar. H. A. 8, 5.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ) :
bras ; πρυμνὸς βραχίων IL le haut du bras, l'épaule.
Étymologie: DELG pas de mot. i.-e. du bras ; selon Pollux, qu'on peut admettre, Cp. de βραχύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βραχίων, Att. ῑ, Ion. ῐ, comp. van βραχύς.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰχίων: II compar. к βραχύς.
ονος (ῑ) ὁ
1 предплечье, рука Hom., Eur., Plat., Arst.: πρυμνὸς β. Hom. плечо;
2 (у животных) переднее предплечье, тж. передняя нога или лапа Arst.
Frisk Etymological English
-ονος
Grammatical information: m.
Meaning: upper arm as opposed to πῆχυς (Il.).
Derivatives: βραχιόνιον armlet (Delos IIa), βραχιονιστήρ id. (Plu.); Chantr. Form. 327f.; βραχιάλιον, -άριον (Sm.), βραχιόλιον (Alex. Trall.) from Lat. bracchiale, bracchiolum.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: Acc. to Pollux 2, 138 ὅτι ἐστὶ τοῦ πήχεως βραχύτερος; cf. Bechtel Lex. s. v. Objections by Seiler, Steigerungsformen 42f. Ruijgh Ninos 9 (1968) 147f assumes the suffix in Κυλλοποδὶων. - LW [loanword] lat. bracchium, from which Welsh braich etc.
Middle Liddell
[deriv. uncertain]
the arm, Lat. brachium, Il.; πρυμνὸς βραχίων the shoulder, Il.
English (Autenrieth)
ονος: arm; πρυμνός, upper arm, shoulder.
English (Abbott-Smith)
βραχίων, -ὀνος, ὁ, [in LXX, β. Κυρίου, freq. for זְרוֹעַ יהוָֹה;]
the arm; as in OT, β. Κυρίου, metaph., for the Divine power: Lk 1:51, Jo 12:38 (LXX), Ac 13:17.†
English (Strong)
properly, comparative of βραχύς, but apparently in the sense of brasso (to wield); the arm, i.e. (figuratively) strength: arm.
English (Thayer)
βραχίονος, ὁ (from Homer down), the arm: the βραχίων of God is spoken of Hebraistically for the might, the power of God, Acts 13:17.
Greek Monolingual
(I)
ο
βλ. βραχίονας.
(II)
βραχίων, -ον (Α)
συγκριτικός του βραχύς.
Greek Monotonic
βρᾰχίων: [ῑ], -ονος, ὁ, βραχίονας, μπράτσο, Λατ. brachium, σε Ομήρ. Ιλ.· πρυμνὸς βραχίων, ώμος, στο ίδ. (αμφίβ. προέλ.).
• βρᾰχίων: (Ιων. ῐ, Αττ. ῑ), βράχιστος, συγκρ. και υπερθ. του βραχύς.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχίων: [ῑ], ονος, ὁ, τὸ ἀπὸ τοῦ ὤμου μέχρι τοῦ ἀγκῶνος μέρος τῆς χειρός, Λατ. brachium, ἀντίθετον τῷ πῆχυς, Ἰλ. Ν. 529 κ. ἀλλ., πρβλ. Ξεν. Ἱππ. 12, 5· πρυμνὸς βραχίων, ὁ ὦμος, Ἰλ. Ν. 532, Π. 323· πρβλ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 15, 3· ὡσαύτως, ἡ ὠμοπλάτη τῶν ζῴων, αὐτόθι 8. 5, 4· -παρὰ ποιηταῖς ὡς σύμβολον ἰσχύος, ἐκ βραχιόνων, διὰ τῆς δυνάμεως τῆς ἀνθρωπίνης, Εὐρ. Ἱκέτ. 478· ἀλλὰ σπάν. παρὰ Τραγ. (Ἡ ἀρχὴ ἄγνωστος).
Frisk Etymology German
βραχίων: -ονος
{brakhíōn}
Grammar: m.
Meaning: Oberarm, Arm im Gegensatz zu πῆχυς = ‘(Unter)arm' (seit Il.).
Derivative: Davon βραχιόνιον Armspange (Delos IIa), βραχιονιστήρ ib. (Plu. u. a.); vgl. ποδιστήρ (πέπλος A.), ἑλικτῆρες Ohrgehänge (Ar., Lys.), σωφρονιστῆρες Weisheitszähne (Hp. u. a.) und andere Geräte- und Körperteilnamen bei Chantraine Formation 327f. Außerdem βραχιάλιον, -άριον (Sm., Th., Aq.) und βραχιόλιον (Alex. Trall.) im Anschluß an lat. bracchiāle Armspange, bracchiolum Ärmchen, s. unten.
Etymology: Nach Pollux 2, 138 wird der Oberarm βραχίων genannt, ὅτι ἐστὶ τοῦ πήχεως βραχύτερος; vgl. Bechtel Lex. s. v. Wohlbegründete Bedenken bei Seiler Steigerungsformen 42f. — Daraus als LW lat. bracchium, woraus ferner kymr. braich usw.; vgl. W.-Hofmann s. v.
Page 1,264
Chinese
原文音譯:brac⋯wn 不拉希按
詞類次數:名詞(3)
原文字根:小塊
字義溯源:膀臂,手,能力;指著從肩至肘這短小的一段膀臂,源自(βραχύς)*=短),從另一角度看,有如(βραδύτης)X*=使用,支配)。這字三次使用,都隱喻神的大能
出現次數:總共(3);路(1);約(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 膀臂(3) 路1:51; 約12:38; 徒13:17
Mantoulidis Etymological
(=τό μέρος τοῦ χεριοῦ ἀπό τόν ὦμο μέχρι τόν ἀγκώνα). Ἀπό τό βραχύς (βραχύτερος καί βραχίων βραχύτατος καί βράχιστος).