ἐκκοβαλικεύομαι

Revision as of 19:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

   A cheat by juggling tricks, cajole, dub. in Ar.Eq. 270.

German (Pape)

[Seite 764] durch Koboldstreiche, Kniffe u. dgl. äffen, Ar. Equ. 270, Schol. ἐκπανουργεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκοβᾱλικεύομαι: ἀποθ., ἐξαπατῶ διὰ τεχνασμάτων κττ., δελεάζω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 271.

French (Bailly abrégé)

mystifier.
Étymologie: ἐκ, κόβαλος.

Spanish (DGE)

(ἐκκοβᾱλῐκεύομαι) engatusar γέροντας ἡμᾶς Ar.Eq.270.

Greek Monolingual

ἐκκοβαλικεύομαι (Α)
εξαπατώ με τεχνάσματα.

Greek Monotonic

ἐκκοβᾱλικεύομαι: αποθ., εξαπατώ με πανουργίες, με τεχνάσματα, κολακεύω, δελεάζω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκοβᾱλικεύομαι: хитро обманывать, надувать (τινα Arph.).