ἱερία

Revision as of 07:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

German (Pape)

[Seite 1240] ἡ, = ἱέρεια, nur p., z. B. Eur. Bacch. 1112 Or. 261; auch Soph., fr. 401.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερία: Ἰων. ἱερίη, ἴδε ἱέρεια.

French (Bailly abrégé)

poét. c. ἱέρεια.

Greek Monolingual

ἱερία, ιων. τ. ἱερίη, ἡ (Α)
η ιέρεια.

Greek Monotonic

ἱερία: ποιητ. αντί ἱέρεια.

Russian (Dvoretsky)

ἱερίᾱ: ἡ Anth. = ἱέρεια.