ἱέρεια
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
English (LSJ)
ἡ, Ion. ἱρείη, as v.l. in Hdt.5.72, 8.104: scanned -εῐα in Trag., S.Fr.456, E.Or.261 (with v.l. ἱερίαι), Ba.1114, and perhaps to be written ἱερέα, as in IG12.4.13, 843a3, etc., and prob. in Pi.P.4.5: Ep. ἱερέη Call.Epigr.41: ἱερῆ, Schwyzer725 (Milet., vi B.C.), GDI5562 (Panticapaeum), 5584 (Priene), al.: ἱαρέα or ἱάρεα (pl. ἱαρεαι) ib. 4847: ἱάρεια dub. in IG7.2465 (Thebes):—fem. of ἱερεύς, a priestess, τὴν . . ἔθηκαν Ἀθηναίης ἱέρειαν Il.6.300, al., cf. Ar.Th.758, Th.4.133, Pl.Phdr.244b, al., BCH6.24 (Delos, ii B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 1240] ἡ, die Priesterinn; Ἀθηναίης Il. 6, 300; Plat. Phaedr. 244 d u. öfter; γυναῖκες ἱέρειαι Posidipp. bei Ath. IX, 377 a. S. das Vor. u. ἱερία, wie das ion. ἱρηΐη.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
prêtresse.
Étymologie: fém. de ἱερεύς.
Russian (Dvoretsky)
ἱέρεια: Trag. ἱερία, ион. ἱρηΐη, дор. ἱρέα ἡ жрица (Ἀθηναιης Hom. и τῆς Ἀθηνᾶς Arst., Ἀπόλλωνος Pind.; αἱ ἐν Δωδώνῃ ἱέρειαι Plat.): ἱ. τῆς Ἑστίας Plut. (у римлян) весталка.
Greek (Liddell-Scott)
ἱέρεια: ἡ, Ἰων. ἵρεια (ὡς γράφει ὁ Δινδ. ἀντὶ ἱρηΐη ἐν Ἡροδ. 2. 53 κἑξ., 5. 72· ἀντὶ ἱερείη, 1. 175· ἀντὶ ἱρείη, 8. 104)· παρὰ Τραγ. ὡσαύτως χάριν τοῦ μέτρου ἱερία, Σοφ. Ἀποσπ. 401, Εὐρ. Ὀρ. 261, Ι. Τ. 34, πρβλ. Elmsl. εἰς Εὐρ. Βάκχ. 1112· οὕτω καὶ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5799· ἀλλὰ ἱερέα αὐτόθι 1446, 2167d. 24 (προσθῆκαι), 3459, Ἐπικ. ἱερέη, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 42· ἱερῆ Συλλ. Ἐπιγρ. 2108, 3008· Δωρ. ἱρέα Πινδ. Π. 4. 9· ἱαρέα Ἐπιγραφ. Κυρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5143· ἱαρία, Ἐπιγραφ. Βοιωτ. παρὰ Keil. σ. 73: - θηλ. τοῦ ἱερεύς, τὴν ἔθηκαν Ἀθηναίης ἱέρειαν Ἰλ. Ζ. 300, καὶ Ἀττ., πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 758, Θουκ. 4. 133, Πλάτ. Φαῖδρ. 244Β, κ. ἀλλ.
Greek Monotonic
ἱέρεια: ἡ, Ιων. ἵρεια, ἱερείη ή ἱρηΐη, στους Τραγ. επίσης, ἱερία· θηλ. του ἱερεύς, ιέρεια, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.
Middle Liddell
ἱέρεια, ἡ, [fem. of ἱερεύς
a priestess, Il., Attic
Lexicon Thucydideum
sacerdos, antistita, priestess, female priest, 4.133.2, 4.133.3.
Translations
priestess
Armenian: քրմուհի; Belarusian: жрыца, святарка, свяшчэннiца; Bulgarian: жрица, свещеничка; Catalan: sacerdotessa; Chinese Mandarin: 女教士, 女祭司; Czech: kněžka; Danish: præstinde; Dutch: priesteres, priesterin; Esperanto: pastrino; Finnish: papitar; French: prêtresse; German: Priesterin; Greek: ιέρεια; Ancient Greek: ἀγορᾶχος, ἀμφίπολος, ἀρήτειρα, ἀρχείνη, ἀρχεῖτις, ἀρχηΐς, ἀρχίνη, βωμίστρια, θεάγισσα, θυηπόλος, ἱαρέα, ἱάρεα, ἱεραφάντρια, ἱερέη, ἱέρεια, ἱερηίς, ἱερηΐς, ἱερία, ἱερίς, ἱέρισσα, ἱεροφάντις, ἱεροφάντρια, ἱρέα, ἱρείη, ἱρηίη, ἱρηΐη, ἱρήτειρα, ἱροπόλος, κλειδοῦχος, λήτειρα, μέλισσα, μελισσονόμος, μέλιττα, μελιττονόμος, σφάκτρια, τελέστρια, ὑποφῆτις, φαυοφόρος; Hungarian: papnő; Irish: bansagart; Italian: sacerdotessa; Japanese: 女祭司, 女教士; Korean: 여자 사제(女子司祭); Latin: sacerdos, sacerdotessa, antistita; Latvian: priesteriene; Macedonian: свештеничка; Nahuatl Classical: cihuatlamacazqui; Norwegian Bokmål: prestinne; Nynorsk: prestinne; Polish: kapłanka; Portuguese: sacerdotisa; Romanian: preoteasă; Russian: священница, жрица, попадья; Slovak: kňažka; Slovene: svečenica; Spanish: sacerdotisa; Swedish: prästinna; Turkish: rahibe; Ugaritic: 𐎋𐎅𐎐𐎚; Ukrainian: священиця, жриця; West Frisian: preesteresse, prysteresse