κακιστέον

Revision as of 06:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A one must bring reproach on, c. acc., E.IT105.

Greek Monotonic

κᾰκιστέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να προσάψει όνειδος, ντροπή, μομφή έναντι κάποιου, τινά, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακιστέον adj. verb. van κακίζω men moet een slechte naam geven.