A one must bring reproach on, c. acc., E.IT105.
κᾰκιστέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να προσάψει όνειδος, ντροπή, μομφή έναντι κάποιου, τινά, σε Ευρ.
κακιστέον adj. verb. van κακίζω men moet een slechte naam geven.