κατεστράφατο

Revision as of 10:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A v. καταστρέφω. κατέσχεθον, v. κατέχω.

Greek (Liddell-Scott)

κατεστράφατο: ἴδε ἐν λ. καταστρέφω

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. pqp. Pass. ion. de καταστρέφω.

Greek Monotonic

κατεστράφατο: Ιων. γʹ πληθ. Παθ. υπερσ. του καταστρέφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατεστράφατο Ion. indic. plqperf. med. 3 plur. van καταστρέφω.