μαρύομαι

From LSJ
Revision as of 00:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek (Liddell-Scott)

μᾱρύομαι: Δωρ. ἀντὶ μηρύομαι.

Greek Monolingual

μαρύομαι (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μηρύομαι.

Greek Monotonic

μᾱρύομαι: Δωρ. αντί μηρύομαι.

Russian (Dvoretsky)

μᾱρύομαι: дор. = μηρύομαι.