Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
μᾱρύομαι: Δωρ. ἀντὶ μηρύομαι.
μαρύομαι (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μηρύομαι.
μᾱρύομαι: Δωρ. αντί μηρύομαι.
μᾱρύομαι: дор. = μηρύομαι.