ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
νᾶσσα: Δωρ. αντί νῆσσα, νῆττα.
νᾶσσα: ἡ беот. = νῆσσα.