Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
Menander, Monostichoi, 366Greek Monotonic
συμβλήσομαι: Επικ. Μέσ. μέλ. του συμβάλλω II. 4.
Russian (Dvoretsky)
συμβλήσομαι: эп. fut. med. к συμβάλλω.