συμβλήσομαι

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek Monotonic

συμβλήσομαι: Επικ. Μέσ. μέλ. του συμβάλλω II. 4.

Russian (Dvoretsky)

συμβλήσομαι: эп. fut. med. к συμβάλλω.