σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity
συμβλήσομαι: Επικ. Μέσ. μέλ. του συμβάλλω II. 4.
συμβλήσομαι: эп. fut. med. к συμβάλλω.