συνεργάτις

From LSJ
Revision as of 10:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monotonic

συνεργάτις: [ᾰ], -ιδος, ἡ, θηλ. του συνεργάτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεργάτις -ιδος, ἡ [συνεργάτης] medewerkster, handlangster, met gen. in iets.