ὠκύπος

Revision as of 06:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

(parox.), ον, poet. form of sq., of Apollo, AP9.525.25.

Greek (Liddell-Scott)

ὠκύπος: -ον, σπάνιος ποιητ. τύπος ἰσοδύναμος τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 9. 525.

English (Autenrieth)

ποδος: swift-footed, horses.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. ωκύπους.

Greek Monotonic

ὠκύπος: -ον, σπάνιος ποιητ. τύπος ισοδ. του επόμ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὠκύπος: Anth. = ὠκύπους.