τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known
adv.sans relâche.Étymologie: ἀσκελής.
ἀσκελέως: беспрестанно (μενεαινέμεν Hom.).