Σικελίδας
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
Middle Liddell
[from Σῐκελία], Sikelidas, Sicilian, Theocr. [Σῑ-, metri grat.]
Greek Monolingual
Σικελίδης και δωρ. τ. Σικελίδας, ὁ, Α
(προσωνυμία που δόθηκε στον Ασκληπιάδη από τον Θεόκριτο) ο Σικελός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Σικελός + πατρωνυμ. κατάλ. -ίδης].
Russian (Dvoretsky)
Σῑκελίδης: дор. Σῑκελίδᾱς ὁ Сикелид (самосский поэт) Theocr.