ἀποστηρίζομαι
English (LSJ)
Med.,
A fix firmly, βάκτρον ἐς γᾶν APl.4.265.9. 2 support oneself firmly, throw one's weight upon, τοῖς μηροῖς Arist.Pr.882b30: πρὸς τὸ ὑποκείμενον Id.IA705a8, cf. MA699a5. II Medic., of diseases, to be confirmed, Hp.Prorrh.2.2. 2 ἀ. ἐς .., of humours, determine towards a particular part of the body, Hp.Hum.7; of labour pains, Arist.HA586b28: also in Act., Hp. l.c., cf. Prorrh.2.14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστηρίζομαι: μέσ. στηρίζομαι στερεῶς, Ἀνθ. Πλαν. 265 2) ἀπερείδω, στηρίζω ἐμαυτὸν στερεῶς, ῥίπτω ὅλον τὸ βάρος μου ἐπί τι, τοῖς μηροῖς Ἀριστ. Πρβλ. 5. 19, 1· πρὸς τὸ ὑποκείμενον ὁ αὐτ. π. Ζ. πορ. 3. 1, πρβλ. π. Ζ. κιν. 2. 6. ΙΙ. παρ’ ἰατρ. ἐπὶ νόσων, βεβαιοῦμαι, Ἱππ. 83F. 2) ἀπ. ἐς…, ἐπὶ χυμῶν τοῦ σώματος, μετατοπίζομαι ἢ συγκεντροῦμαι εἰς ἰδιαίτερον μέρος τοῦ σώματος, Ἱππ. 49.11, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 9,1· - οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Ἱππ. 99. 8.