πτερυγόομαι

Revision as of 08:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A v. πτερυγόω.

Greek (Liddell-Scott)

πτερῠγόομαι: παθητ., πέτομαι, «πετῶ», πεδὰ ματέρα πεπτερύγωμαι (Αἰολ. ἀντὶ ἐπτερ-), Σαπφὼ 41, πρβλ. πτοέω ἐν τέλει.

Russian (Dvoretsky)

πτερῠγόομαι: лететь, уноситься на крыльях (πεδά τινα = μετά τινα Sappho).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτερυγόομαι [πτέρυξ] vliegen.