τέτραρχος

Revision as of 08:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A = τετράρχης (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

τέτραρχος: ὁ, = τετράρχης, Πλούτ. 2. 768D.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο τετράρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -αρχος].

Russian (Dvoretsky)

τέτραρχος: ὁ Plut. = τετράρχης.