ἀκαρπία

Revision as of 12:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ἡ,

   A unfruitfulness, barrenness, A.Eu.801, Hp.Vict.4.90, Arist.Mir.842a22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαρπία: ἡ, ἀφορία, στείρωσις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 801, Ἱππ. 378. 491, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. Ἀκ. 122. 2. [ἀκαρπῖη, Χρησ. Σιβ. 4. 73].

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
stérilité.
Étymologie: ἄκαρπος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): -ίη Orac.Sib.4.73
esterilidad μηδ' ἀκαρπίαν τεύξητε A.Eu.801, cf. Hp.Vict.4.90.3, Arist.Mir.842a22, LXX Pr.9.12c, op. πολυκαρπία Plu.2.103b, τῶν ἐλαιῶν IStratonikeia 310.30 (IV d.C.), ἀρουρῶν PLond.1674.34 (VI d.C.), cf. Orac.Sib.4.73
fig. esterilidad espiritual Isid.Pel.Ep.M.78.189C, 308C.

Greek Monolingual

και ακαρπιά, η (Α ἀκαρπία) ἄκαρπος
έλλειψη καρπών, αφορία
αρχ.
έλλειψη παιδιών, ατεκνία.

Greek Monotonic

ἀκαρπία: ἡ (ἄκαρπος), αφορία, έλλειψη γονιμότητας, στειρότητα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκαρπία: ἡ бесплодие, бесплодность Aesch., Arst., Plut.

Middle Liddell

ἄκαρπος
unfruitfulness, barrenness, Aesch.