έλλειψη
From LSJ
φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)
Greek Monolingual
η (AM ἔλλειψις)
1. απουσία, ανυπαρξία ή ανεπάρκεια («έλλειψη τροφίμων, νερού, υγρών καυσίμων κ.λπ.», «έλλειψη πείρας»)
2. μειονέκτημα, ατέλεια («σύγγραμμα με πολλές ελλείψεις»)
3. η απουσία τύπων ονομάτων και ρημάτων και ο σχηματισμός τους σε ορισμένους μόνο τύπους
4. επίπεδη καμπύλη που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο τών σημείων ενός επιπέδου, τών οποίων το άθροισμα τών αποστάσεων από δύο σταθερά σημεία (τις εστίες) είναι σταθερό και ίσο προς 2α
5. η ελλειπτικότητα του ύφους του λόγου
αρχ.
1. παράλειψη γραμμάτων στη γραφή μιας λέξης
2. η έκλειψη του ηλίου ή της σελήνης
3. (κατά τους Πυθαγόρειους) ο αριθμός 2.