ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
adv.fidèlement.Étymologie: πιστικός¹.
πιστικῶς: верно: π. ἔχειν πρός τινα Plut. сохранять верность кому-л.