παρεκέσκετο

Revision as of 01:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

   A v. παράκειμαι.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκέσκετο: ἴδε παράκειμαι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. impf. itér. de παρακείμαι.

English (Autenrieth)

see παράκειμαι.

Greek Monotonic

παρεκέσκετο: Ιων. αντί -έκειτο, γʹ ενικ. παρατ. του παράκειμαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρεκέσκετο iter. imperf. 3 sing. van παράκειμαι.

Russian (Dvoretsky)

παρεκέσκετο: эп. Hom. 3 л. sing. impf. iter. к παράκειμαι.