παρεκέσκετο
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
English (LSJ)
v. παράκειμαι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. impf. itér. de παρακείμαι.
Russian (Dvoretsky)
παρεκέσκετο: эп. Hom. 3 л. sing. impf. iter. к παράκειμαι.
Greek (Liddell-Scott)
παρεκέσκετο: ἴδε παράκειμαι.
English (Autenrieth)
see παράκειμαι.
Greek Monotonic
παρεκέσκετο: Ιων. αντί -έκειτο, γʹ ενικ. παρατ. του παράκειμαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρεκέσκετο iter. imperf. 3 sing. van παράκειμαι.