συνεργάτις

From LSJ
Revision as of 12:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307

Greek Monotonic

συνεργάτις: [ᾰ], -ιδος, ἡ, θηλ. του συνεργάτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεργάτις -ιδος, ἡ [συνεργάτης] medewerkster, handlangster, met gen. in iets.

Russian (Dvoretsky)

συνεργάτις: ῐδος (ᾰ) ἡ соучастница, помощница (φόνου Eur.).