Δηϊάνειρα
κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Déjanire, femme d’Héraclès.
Étymologie: δήϊος, ἀνήρ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): Δῃά- S.Tr.49, 405, dór. Δαϊά- B.5.173, 16.24
• Prosodia: [-ᾰ-]
Deyanira
I mit.
1 amazona que luchó contra Heracles, D.S.4.16.
2 hija de Licaón y madre de Licaón rey de Arcadia, Pherecyd.156, D.H.1.11.
3 hija de Eneo y de Altea, mujer de Heracles, Hes.Fr.25.17, Pi.Fr.249, B.ll.cc., S.Tr.49, 104, 405, Luc.Salt.50, Nonn.D.35.89.
4 hija de Dexámeno rey de Oleno, Hyg.Fab.31, 33.
5 hija de Dioniso y de Altea la hija de Testio, epón. del demo Deyanéiride de Alejandría, Satyr.21.
II apodo de Aspasia Com.Adesp.704.
Greek Monotonic
Δηϊάνειρα: ἡ (δήϊος, ἀνήρ), αυτή που καταστρέφει το σύζυγό της, η γυναίκα του Ηρακλή· το όνομά της εκφράζει το μύθο γύρω από τον θάνατό του, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
Δηϊάνειρα: стяж. Δῃάνειρα ἡ Деианира или Деянира (жена Геракла) Soph., Plut., Luc.
Frisk Etymological English
See also: s. δήϊος.