συλλογιστικῶς
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
French (Bailly abrégé)
adv.
en raisonnant.
Étymologie: συλλογιστικός.
Russian (Dvoretsky)
συλλογιστικῶς: силлогистически (λέγειν Arst.).