κατειλίσσω

Revision as of 08:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A v. καθελίσσω.

German (Pape)

[Seite 1394] ion. = καθελίσσω; Her. 7, 181; κατειλίχατο, = κατειλιγμένοι ἦσαν, 7, 76.

Greek (Liddell-Scott)

κατειλίσσω: Ἰων. ἀντὶ καθελίσσω, Ἡρόδ.

Greek Monolingual

κατειλίσσω (Α)
ιων. τ. βλ. καθελίσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθε(ι)λίσσω με ιων. ψίλωση].

Greek Monotonic

κατειλίσσω: Ιων. αντί καθ-ελίσσω.

Russian (Dvoretsky)

κατειλίσσω: ион. = *καθελίσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατειλίσσω Ion. voor καθελίττω.