ψίλωση

From LSJ

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source

Greek Monolingual

η / ψίλωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[ψιλῶ / -ώνω]]
1. (σχετικά με έκταση) απογύμνωση από δένδρα
2. αφαίρεση τριχών, αποψίλωση, μάδημα
νεοελλ.
α) παθολογική πτώση τών μαλλιών, αλωπεκία
β) επίμονη διάρροια
νεοελλ.-μσν.
γραμμ. η χρήση του ψιλού πνεύματος, της ψιλής
αρχ.
1. αφαίρεση φύλλων ή φτερών
2. (σχετικά με οστά) απογύμνωση από σάρκα («ὀστέων ψίλωσις», Ιπποκρ.).