Ταρσεύς

Revision as of 21:50, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c2)

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
1 habitant de Tarse;
2 habitant ou originaire du dème Ταρσεῖς.
Étymologie: Ταρσός.

English (Strong)

from Ταρσός; a Tarsean, i.e. native of Tarsus: of Tarsus.

English (Thayer)

Ταρσεως, ὁ (Ταρσός, which see), belonging to Tarsus, of Tarsus: Acts 21:39.

Greek Monolingual

ὁ, Α
επίκληση του Απόλλωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < Ταρσός].

Russian (Dvoretsky)

Ταρσεύς: έως ὁ уроженец или житель города Тарс Plut., Luc.

Chinese

原文音譯:TarseÚj 他而修士

詞類次數:專有名詞(2)

原文字根:大數人

字義溯源:大數人,大數;源自(Ταρσός)=大數,基利家省府,意為翼)。

出現次數:總共(2);徒(2)

譯字彙編

1) 大數(1) 徒21:39;

2) 一個大數人(1) 徒9:11