Ταρσεύς

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
1 habitant de Tarse;
2 habitant ou originaire du dème Ταρσεῖς;
NT: έως (ὁ) natif de Tarse
Ταρσός.
Étymologie: Ταρσός.

English (Strong)

from Ταρσός; a Tarsean, i.e. native of Tarsus: of Tarsus.

English (Thayer)

Ταρσεως, ὁ (Ταρσός, which see), belonging to Tarsus, of Tarsus: Acts 21:39.

Greek Monolingual

ὁ, Α
επίκληση του Απόλλωνος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ πιθ. < Ταρσός].

Russian (Dvoretsky)

Ταρσεύς: έως ὁ уроженец или житель города Тарс Plut., Luc.

Chinese

原文音譯:TarseÚj 他而修士
詞類次數:專有名詞(2)
原文字根:大數人
字義溯源:大數人,大數;源自(Ταρσός)=大數,基利家省府,意為翼)。
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編
1) 大數(1) 徒21:39;
2) 一個大數人(1) 徒9:11