ἀγκιστρώδης

Revision as of 11:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ες,    A = ἀγκιστροειδής, Plb.34.3.5, D.S.5.34, Str.1.2.16.

German (Pape)

[Seite 15] = ἀγκιστροειδής, Diod. Sic. 5, 34.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγκιστρώδης: ες· ἴδε ἐν λ. ἀγκιστροειδής, Πολύβ. 34, 3, 5. Διόδ. 5, 34. Στράβ. 1, 2, 16.

Spanish (DGE)

-ες
arponado ἐπιδορατίς Plb.34.3.5, cf. Str.1.2.16, σαύνια D.S.5.34, ὀδόντες de un monstruo, Philostr.Iun.Im.12.2.

Russian (Dvoretsky)

ἀγκιστρώδης: крючковатый, загнутый крючком или снабженный крючком (ἐπιδορατίς Polyb.; σαυνίον Diod.).