ἀγκιστροειδής
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
ές, hook-shaped, barbed, Placit.1.3.18, etc. Adv. -δῶς Erot. s.v. ἠγκίστρενται.
Spanish (DGE)
-ές
I 1de forma de anzuelo, ganchudo de los átomos Placit.1.3.18.
2 de armas arponado σιδήρια Procop.Pers.2.21.22, τοῖς ἀγκιστροειδέσι κοντοῖς Procop.Goth.4.11.34
•metáf. τὰ ἀγκιστροειδῆ τῶν ὀδόντων αὐτῆς (αἱρέσεως) φάρμακα Epiph.Const.Haer.48.15.
3 anat. otro n., por su forma, de la apófisis del omoplato o coracoides Ruf.Oss.11.
II adv. -ῶς enganchándose Erot.43.8.
German (Pape)
[Seite 14] ές, angelartig gekrümmt, Plut. plac. phil. 1, 3 (p. 356).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγκιστροειδής: -ές, ἢ -ώδης, ες, ὁ ἔχων σχῆμα ἀγκίστρου, κεκυρτωμένος, Πολύβ. 34. 3, 5, Διόδ. 5. 34, Στράβ. 24, καὶ ἀλλ., διὰ τῶν ἀγκ. ἄστρων (ἀτόμων Heeren) Στοβ. Ἐκλ. Φυσ. 1. 22.
Russian (Dvoretsky)
ἀγκιστροειδής: загнутый в виде крючка (τὰ σχήματα τῶν ἀτόμων Plut.).