ἀκηδέστως
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
French (Bailly abrégé)
adv.
avec indifférence, sans pitié.
Étymologie: ἀκήδεστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀκηδέστως: беспечно, ни о чем не заботясь, небрежно, тж. безжалостно (ἕλκειν τινά Hom.; ὄμφακα ἐκτέμνειν Anth.).