Ἀμαζονικός

Revision as of 12:53, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d’Amazone.
Étymologie: Ἀμαζών.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
amazónico, de Amazona, relativo a las Amazonas Plu.Pomp.35, Paus.1.41.7
τὰ Ἀμαζονικά tít. de un poema épico de Onaso, Sch.A.R.1.1234, Sch.Theoc.13.48.

Greek Monotonic

Ἀμαζονῐκός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι όμοιος με τις Αμαζόνες, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

Ἀμαζονικός: принадлежащий амазонке (πέλται Plut.).

Middle Liddell

of or like the Amazons, Plut.