Ἀμαζονικός

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἀμαζονικός Medium diacritics: Ἀμαζονικός Low diacritics: Αμαζονικός Capitals: ΑΜΑΖΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: Amazonikós Transliteration B: Amazonikos Transliteration C: Amazonikos Beta Code: *)amazoniko/s

English (LSJ)

ή, όν, v. Ἀμαζών.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
amazónico, de Amazona, relativo a las Amazonas Plu.Pomp.35, Paus.1.41.7
τὰ Ἀμαζονικά tít. de un poema épico de Onaso, Sch.A.R.1.1234, Sch.Theoc.13.48.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d'Amazone.
Étymologie: Ἀμαζών.

Greek Monotonic

Ἀμαζονῐκός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι όμοιος με τις Αμαζόνες, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

Ἀμαζονικός: принадлежащий амазонке (πέλται Plut.).

Middle Liddell

of or like the Amazons, Plut.