Ἀπολλωνιάτης

From LSJ
Revision as of 12:40, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Spanish (DGE)

-ου
• Alolema(s): jón. -ιήτης Hdt.9.92
apoloniata oriundo o habitante de Apolonia
de Ἀπολλωνία 1, Hdt.9.92
de Ἀπολλωνία 3, X.HG 5.2.13
de Ἀπολλωνία 5, Plb.2.9.8, D.S.19.70, Plu.Brut.26, St.Byz.s.u. Ἀπολλωνία
de Ἀπολλωνία 7, D.L.6.81
de Ἀπολλωνία 24, D.S.16.72.

Russian (Dvoretsky)

Ἀπολλωνιάτης: ου, ион. Ἀπολλωνιήτης, εω ὁ уроженец или житель Аполлонии Her., Xen.