διφρηλάτας
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (Slater)
διφρηλάτας charioteer διφρηλάτα Ἀμφιτρύωνος σάματι (P. 9.82) κεῖνοι γὰρ ἡρώων δᾰφρηλάται Λακεδαίμονι καὶ Θήβαις ἐτέκνωθεν κράτιστοι Kastor and Iolaos (I. 1.17)
Russian (Dvoretsky)
διφρηλάτας: ου ὁ Pind. = διφρηλάτης.