ἐγκυβερνάω
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
German (Pape)
[Seite 711] = simplex, D. L. 9, 1.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκῠβερνάω: Diog. L. v. l. = κυβερνάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκῠβερνάω: κυβερνῶ, Διογ. Λ. 9. 1.
Spanish (DGE)
náut. guiar la nave en, adueñarse de ἢ οἷον ἄνεμος ἱστίοισι ἐγκυβερνέῃ Aret.SD 1.3.1.