Ἑστιαιῶτις
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
French (Bailly abrégé)
ιδός (ἡ) :
Hestæotide ou territoire d'Hestiæa.
Étymologie: Ἑστίαια.
Russian (Dvoretsky)
Ἑστιαιῶτις: ион. Ἱστιαιῶτις, ιδος ἡ Гестиеотида (область Гестиеи) Her., Diod.