θορός

Revision as of 01:20, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ὁ,

   A semen genitale, Hdt.2.93, Hp.Morb.2.51, Arist.HA509b20, Plu.2.637f, Porph.Abst.4.9.    II θορός· ἀφροδισιαστής, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1215] ὁ, der männliche Saamen bei Menschen u. Thieren; Her. 2, 93, Arist. H. A. 3, 16 u. Sp., bes. von Fischen. Vgl. θρώσκω u. θόρνυμαι.

Greek (Liddell-Scott)

θορός: ὁ, τὸ σπέρμα τοῦ ἄρρενος, Ἡρόδ. 2. 93, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 7, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως θορή. (Πρβλ. θρώσκω ΙΙ). - Παρ’ Ἡσυχ. θόρος.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
semence génitale.
Étymologie: R. Θορ, v. θρῴσκω.

Greek Monolingual

θορός, ό και θορή, ἡ (Α)
το σπέρμα του αρσενικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θορ- του αορ. έ-θορ-ον του θρῴσκω].

Greek Monotonic

θορός: ὁ, το σπέρμα του άρρενος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

θορός:θρῴσκω мужское семя Her., Arst., Plut.

Frisk Etymological English

Meaning: masculine seed
See also: s. θρώσκω.