καταλιχμάομαι

Revision as of 10:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

   A lick up, eat, S.E.P.1.57.

Greek (Liddell-Scott)

καταλιχμάομαι: ἀποθ., λείχων κατατρώγω, τρώγω, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 57·-παρ’ Ὀππ. Κ. 2. 389, καταλιχμάζομαι, περιλείχω, «γλείφω».

Russian (Dvoretsky)

καταλιχμάομαι: (только part. praes.) вылизывать, облизывать (τινα Sext.).