κεφαλαιωδῶς
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
French (Bailly abrégé)
adv.
sommairement.
Étymologie: κεφαλαιώδης.
Russian (Dvoretsky)
κεφᾰλαιωδῶς: в основных чертах (συντόμως καὶ κ.; βραχὺ καὶ κ. Polyb.).