μωλύνομαι

Revision as of 11:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

μωλύνομαι: ἀόρ. α΄ ἐμωλύνθην Ἱππ.: πρκμ. μεμώλυσμαι Σοφ. ἔνθα κατωτ.· παθ. (μῶλυς)· Ἐξασθενοῦμαι, μεμωλυσμένη· «παρειμένη» Σοφ. παρ· Ἡσυχ. ἐν λ. μῶλυς (Σοφ. Ἀποσπ. 620). ΙΙ. βαθμιαίως ἐξαφανίζομαι, ἐπὶ ἕλκους, Ἱππ. 765. 41., 1208Α, κτλ.· οὕτω, ἀπεμωλύνθη 1236Β· κατεμωλύνθη 1012C· - πρβλ. μολύω.

Russian (Dvoretsky)

μωλύνομαι: лишаться силы, ослабевать Soph.