σοφισμάτιον

Revision as of 01:05, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

τό, Dim. of σόφισμα, Arr.Epict.2.18.17, Luc.Par.43.

German (Pape)

[Seite 914] τό, dim. von σόφισμα, Luc. Parasit. 43.

Greek (Liddell-Scott)

σοφισμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σόφισμα, Λουκ. Παράσ. 43.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de σόφισμα.

Greek Monolingual

τὸ, Α σόφισμα, -ίσματος]
(με υποτιμητική σημ.) υποκορ. τ. του σόφισμα.

Greek Monotonic

σοφισμάτιον: τό, υποκορ. του σόφισμα, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

σοφισμάτιον: (ᾰ) τό бойкое словечко, острота (σοφίσματα προβάλλειν τινί Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σοφισμάτιον -ου, τό [σόφισμα] demin. sofismetje, sullig sofisme.

Middle Liddell

σοφισμάτιον, ου, τό, [from σοφίζω
Luc.