σοφισμάτιον
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
τό, Dim. of σόφισμα, Arr.Epict.2.18.17, Luc.Par.43.
German (Pape)
[Seite 914] τό, dim. von σόφισμα, Luc. Parasit. 43.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de σόφισμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σοφισμάτιον -ου, τό [σόφισμα] demin. sofismetje, sullig sofisme.
Russian (Dvoretsky)
σοφισμάτιον: (ᾰ) τό бойкое словечко, острота (σοφίσματα προβάλλειν τινί Luc.).
Greek Monolingual
τὸ, Α σόφισμα, -ίσματος]
(με υποτιμητική σημ.) υποκορ. τ. του σόφισμα.
Greek Monotonic
σοφισμάτιον: τό, υποκορ. του σόφισμα, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
σοφισμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σόφισμα, Λουκ. Παράσ. 43.
Middle Liddell
σοφισμάτιον, ου, τό, [from σοφίζω
Luc.