δακτυλότριπτος

Revision as of 16:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον,

   A worn by the fingers, ἄτρακτος AP6.247.3 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 520] ἄτρακτος, mit den Fingern abgerieben, Philip. 18 (VI, 247).

Greek (Liddell-Scott)

δακτυλότριπτος: -ον, τετριμμένος διὰ τῶν δακτύλων, ἄτρακτος Ἀνθ. Π. 6. 247.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
usé par les doigts.
Étymologie: δάκτυλος, τρίβω.

Spanish (DGE)

(δακτῠλότριπτος) -ον
usado, gastado por los dedos, ἄτρακτος AP 6.247 (Phil.).

Greek Monolingual

δακτυλότριπτος, -ον (Α)
ο τριμμένος με τα δάχτυλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + -τριπτος < τρίβω.

Greek Monotonic

δακτῠλότριπτος: -ον (τρίβω), αυτός που στρίβεται με τα δάχτυλα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δακτῠλότριπτος: стертый пальцами, т. е. стершийся от долгого употребления (ἄτρακτος Anth.).

Middle Liddell

δάκτυλος, τρίβω
worn by fingers, Anth.