ἀνακάπτω

Revision as of 14:58, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A gulp down, Hdt.2.93, Ar.Av.579, Arist.HA541a13, al.

German (Pape)

[Seite 191] verschlucken, verzehren, Her. 2, 93; Ar. Av. 579.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακάπτω: χάπτω εὐθύς, καταβροχθίζω, «ἡγέονται δὲ οἱ ἔρσενες (ἰχθύες) ἀπορραίνοντες τοῦ θοροῦ· αἱ δὲ ἑπόμεναι ἀνακάπτουσι» Ἡρόδ. 2. 93, Ἀριστοφ. Ὄρν. 579, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 5, 9 καὶ ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

dévorer.
Étymologie: ἀνά, κάπτω.

Spanish (DGE)

tragar (θορόν) Hdt.2.93, cf. Arist.HA 541a13, σπέρμα Ar.Au.579, cf. Arist.GA 756a6, ἀνακάπτων τὸ ἀποκρουόμενον Plu.2.977a.

Greek Monolingual

ἀνακάπτω (Α)
καταβροχθίζω, χάφτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κάπτω «χάφτω».
ΠΑΡ. αρχ. ἀνάκαψις.

Greek Monotonic

ἀνακάπτω: μέλ. -ψω, καταβροχθίζω, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακάπτω: проглатывать, пожирать (τι Her. etc.).

Middle Liddell

to gulp down, Hdt.