Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χάφτω

From LSJ

Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht

Menander, Monostichoi, 350

Greek Monolingual

και χάβω Ν
1. τρώω με λαιμαργία
2. μτφ. α) είμαι ευκολόπιστος, πείθομαι εύκολα
β) σφετερίζομαι με απληστία
3. φρ. α) «χάφτω μύγες»
i) είμαι τεμπέλης είμαι χασομέρης
ii) είμαι ανόητος, είμαι βλάκας
4. παροιμ. «όποιος πάει να χάψει βόιδι, χάφτει μύγες» — δηλώνει ότι εκείνος που επιδιώκει πράγματα τα οποία υπερβαίνουν τις δυνάμεις του συνήθως αποτυγχάνει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. τ. σχηματισμένοι από το αρχ. ρ. κάπτω «καταβροχθίζω»].