γυμνιτεύω
Greek (Liddell-Scott)
γυμνῑτεύω: ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶνε γυμνητεύω.
French (Bailly abrégé)
1 être nu;
2 être dépouillé ou dépourvu de, gén.;
3 être armé à la légère.
Étymologie: γυμνής.
Greek Monotonic
γυμνῑτεύω: = γυμνητεύω, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυμνιτεύω [~ γυμνός] naakt zijn.
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:gumnhteÚw 錦尼跳哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(成為)赤裸的
字義溯源:露體,穿著不足,赤身露體;源自(γυμνός)*=赤裸的)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 赤身露體(1) 林前4:11