φυγόξενος

Revision as of 11:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ον,

   A shunning strangers, inhospitable, φ. στρατός Pi.O.11(10).17.

German (Pape)

[Seite 1312] Fremde, Gastfreunde scheuend, ihnen abhold, = κακόξενος, Pind. Ol. 10, 17.

Greek (Liddell-Scott)

φῠγόξενος: -ον, ὁ ἀποφεύγων τοὺς ξένους, ἄξενος, ἀφιλόξενος, φ. στρατός, οἱ Δωριεῖς, Πινδ. Ο. 11 (10). 18. πρβλ. ξενηλασία.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fuit les hôtes ou l’hospitalité, inhospitalier.
Étymologie: φεύγω, ξένος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποφεύγει τους ξένους, αφιλόξενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αορ. β' -φυγ-ον του ρ. φεύγω) + ξένος (πρβλ. φιλό-ξενος)].

Greek Monotonic

φῠγόξενος: -ον, αυτός που αποφεύγει τους ξένους, αφιλόξενος, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

φῠγόξενος: избегающий иноземцев, т. е. негостеприимный Pind.

Middle Liddell

φῠγό-ξενος, ον,
shunning strangers, inhospitable, Pind.